-
1 выпуск
1. (воздуха, газа и т.п.) η εκροή 2. (опорожнение, разгрузка) το άδειασμα 3. (выходное отверстие) η έξοδος, η οπή εξόδου/εκροής 4. (выхлоп) η εξαγωγή 5. (объем производства) η παραγωγή 6. (печатного издания) η έκδοσ/η, η εκτύπωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выпуск
-
2 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
3 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
4 усовершенствование
η βελτίωση, η τελειοποίηση, η καλυτέρευσηη τροποποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усовершенствование
-
5 приёмка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приёмка
-
6 экспорт
οι εξαγωγ/ές (πλ.)вопросы - а θέματα/προβλήματα - ώνобъём - а όγκος/πο-σότητα των - ώνбросовый торг. - το ντάμπιγκ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспорт
-
7 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод
-
8 увеличение
1. (в количестве, числе) η αύξηση 2. (в силе, мощности и т.д.) η επαύξηση, το μεγάλωμα 3. (линзы, объектива, изображения при печати и т.п.) η μεγέθυνσηлинейное - опт. γραμμική -угловое - опт. γωνιακή -электронное - (тлв.) ηλεκτρονική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличение
-
9 номенклатура
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номенклатура
-
10 выпуск
-а α.1. παραγωγή•выпуск продукции παραγωγή προϊόντων, υλικών.
2. έκδοση, εκτύπωση• δημοσίευση.3. παλ. αφαίρεση από κείμενο.4. τεύχος.5. οι τελειόφοιτοι (συμμαθητές, συμφοιτητές).6. το βγάλσιμο των ζώων στη βοσκή• σκάρος. -
11 реализация
-и θ.1. πραγματοποίηση•реализация плана πραγματοποίηση του πλάνου.
2. πούληση, μετατροπή σε χρήμα•реализация продукции μετατροπή των προϊόντων σε χρήμα.
-
12 себестоимость
-и θ.το κόστος παραγωγής•снижение -и продукции μείωση του κόστους των προϊόντων ή της παραγωγής.
-
13 установка
-и θ.1. εγκατάσταση• τοποθέτηση•установка котла τοποθέτηση του λέβητα•
установка машин εγκατάσταση μηχανών.
2. μηχανισμός, συσκευή•установка радиотелеграфная установка ραδιοτηλεγραφική συσκευή.
3. σκοπός-επιδίωξη•взять -у на качество продукции βάζω για σκοπό την ποιότητα των προϊόντων.
|| οδηγία, εντολή•центр дал новыеустановкаи для составления плана το κέντρο έδοσε νέες οδηγίες για την κατάρτιση του σχεδίου.
|| θέση, γνώμη.4. προσαρμογή οργανισμού. -
14 ухудшить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ухудшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.χειροτερεύω• επιδεινώνω•сырая погода -ла состояние больного ο υγρός καιρός επιδείνωσε την κατάσταση του ασθενή•
ухудшить качество продукции χειροτερεύω την ποιότητα των προίόντων.
επιδεινώνομαι• χειροτερεύω. -
15 хранение
η φύλαξ/η, η αποθήκευσηплата за - груза на ж.-д. станции сверх срока οι επισταλίες για - του φορτίου στον σιδηροδρομικό σταθμόсрок - я προθεσμία/διορία - ης- σε χύμαхолодильное - σε ψύξη/ψυγείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > хранение
-
16 вывоз
1. (отправка, доставка) η μεταφοράη μετακόμιση2. эк. η εξαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вывоз
-
17 производство
1. (процесс, изготовление) η παραγωγ/ή, η κατασκευή *задержка в - е καθυστέρηση στην -свёртывать - κλείνω/σταματώ την -средства - а эк. μέσα - ήςмукомольное - η αλευροπαραγωγή, η αλευροποιίαпоточное - ασταμάτητη -, ατελεύτητη -фабричное - εργοστασιακή -, βιομηχανική -2. (добыча) η παραγωγή, η εξώ-ρυξη 3. (отрасль, вид промышленности) η βιομηχανί/α, η επιχείρηση, το εργοστάσιοкнижное - η έκδοση/εκτύπωση βιβλίων4. (выполнение, работа по изготовлению продукции) η εκτέλεση, η διεξαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > производство